αραδιάζω

αραδιάζω
μετ.
1) ставить в ряд, располагать в одну линию; выстраивать; ставить в очередь; 2) перечислять, излагать по порядку; 3) наговаривать, нагораживать; αράδιασε ένα σωρό ψευτιές он нагородил вздору

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αραδιάζω" в других словарях:

  • αραδιάζω — αραδιάζω, αράδιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αραδιάζω — (Μ ἀραδιάζω) [αράδα] 1. βάζω στη σειρά 2. βάζω σε τάξη, (για στρατό) παρατάσσω 3. προσορμίζομαι, αγκυροβολώ νεοελλ. διηγούμαι με κάθε λεπτομέρεια …   Dictionary of Greek

  • αραδιάζω — ιασα, ιάστηκα, ιασμένος 1. βάζω στη σειρά, τοποθετώ, διευθετώ: Αράδιασε τους μαθητές στην αυλή του σχολείου. 2. απαριθμώ, διηγούμαι: Συνέχεια μας αράδιαζε ψέματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος …   Dictionary of Greek

  • αθροίζω — (Α ἀθροίζω και ἁθροίζω) συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω, συναθροίζω νεοελλ. Μαθημ. εκτελώ την πράξη τής προσθέσεως, προσθέτω αρχ. Ι. ενεργ. 1. παραθέτω συγκεντρωτικά, αραδιάζω 2. συσσωρεύω, θησαυρίζω ΙΙ μέσ. συγκεντρώνω για τον εαυτό μου ή γύρω από… …   Dictionary of Greek

  • αράδα — η (Μ ἀράδα) 1. σειρά, γραμμή 2. σειρά λέξεων, στίχος γραπτού κειμένου νεοελλ. φρ. 1. «της αράδας» μέτριας αξίας, κοινός 2. «πάει με ανθρώπους της αράδας του» της ίδιας κοινωνικής θέσης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < (βενετ.) arada «αλέτρια» …   Dictionary of Greek

  • διείρω — (Α διείρω) [είρω] 1. κάνω κάτι να περάσει μέσα από κάτι άλλο, σέρνω μέσα από κάτι, διαπερνώ 2. παρεμβάλλω 3. (για λόγους) αραδιάζω στη σειρά, συναρμολογώ («λόγος διειρόμενος») νεοελλ. ναυτ. περνώ σχοινί μέσα από τρύπα ή τροχίλο αρχ. συναρμολογώ,… …   Dictionary of Greek

  • ερμηνεύς — ἑρμηνεύς, ὁ (AM) 1. αυτός που εξηγεί κάτι, αυτός που κάνει κάτι σαφές 2. αυτός που μεταφράζει από τη μια γλώσσα στην άλλη, ο διερμηνέας, ο δραγομάνος 3. ο μεσάζων, ο προξενητής 4. ο μεσίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος με θέμα άγνωστης ετυμολ. + κατάλ …   Dictionary of Greek

  • καταλέγω — (I) καταλέγω (Α) βλ. καταλέχομαι. (II) (AM καταλέγω) κατατάσσω κάποιον με άλλους, συμπεριλαμβάνω, συγκαταλέγω, συγκαταριθμώ, καταγράφω κάποιον μσν. 1. περιγράφω 2. λέω τραγούδι 3. (αμτβ.) διηγούμαι μσν. αρχ. 1. διηγούμαι κάτι, ιστορώ 2. κατηγορώ… …   Dictionary of Greek

  • παραθέτω — 1. θέτω πολλά πράγματα το ένα κοντά στο άλλο 2. αντιπαραβάλλω, συγκρίνω, παραλληλίζω 3. (σχετικά με φαγητό) προσφέρω, σερβίρω 4. αναφέρω το ένα μετά το άλλο, αραδιάζω 5. μνημονεύω χωρίο κειμένου σε γραπτό λόγο 6. προσάγω, προσκομίζω …   Dictionary of Greek

  • παραθριγκίζω — Α τοποθετώ δίπλα σε κάτι κατά σειρά, αραδιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + θριγκός «σειρά, τοίχος»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»